- επίκοινος
- -η, -ο (Α ἐπίκοινος, -ον) [κοινός]1. αυτός που ανήκει συγχρόνως σε δύο ή περισσότερους, συντροφικός («ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῑξιν ποιεῡνται», Ηρόδ.)2. γραμμ. φρ. «ἐπίκοινα ὀνόματα» — ουσιαστικά ονόματα ζώων, που με το ίδιο γραμματικό γένος δηλώνουν και τα δύο φύλα, όπως π.χ. ο αετός, ο κόραξ, η αηδών, η αλώπηξαρχ.1. αυτός που ανήκει εξίσου σε μερικούς2. αυτός που μετέχει κάπου με ίσα δικαιώματα («τλάμονἀμφὶ λέκτρων διδύμων ἐπίκοινον ἐοῡσαν», Ευρ.)3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐπίκοιναα) από κοινού, συντροφικάβ) για όλους.επίρρ...ἐπικοίνως1. από κοινού2. και στα δύο γένη, με κοινό γένος.
Dictionary of Greek. 2013.